- καθαιρέτης
- καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) [καθαιρώ]ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαιρέτης — overthrower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρέται — καθαιρέτης overthrower masc nom/voc pl καθαιρέτᾱͅ , καθαιρέτης overthrower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρετῶν — καθαιρέτης overthrower masc gen pl καθαιρετός able to be achieved fem gen pl καθαιρετός able to be achieved masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρέτου — καθαιρέτης overthrower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρέτα — καθαιρέτᾱ , καθαιρέτης overthrower masc nom/voc/acc dual καθαιρέτης overthrower masc voc sg καθαιρέτᾱ , καθαιρέτης overthrower masc gen sg (doric aeolic) καθαιρέτης overthrower masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρετικός — ή, ὁ (Α καθαιρετικός, ή, όν) [καθαιρέτης] καταστρεπτικός, αφανιστικός αρχ. 1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.) 2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.) 3. (το… … Dictionary of Greek
καθαιρέτην — καθαίρω cleanse imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) καθαιρέτης overthrower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαιρέτω — καθαίρω cleanse pres imperat act 3rd sg καθαιρέτης overthrower masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)